- πραιποσίτου
- πραιπόσιτοςpraepositusmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραιποσιτεύω — Α [πραιπόσιτος] 1. ασκώ την αρχή τού πραιπόσιτου 2. μέσ. πραιποσιτεύομαι εκλέγομαι ή διορίζομαι πραιπόσιτος … Dictionary of Greek
πραιποσιτούρα — ἡ, Α το αξίωμα τού πραιπόσιτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praepositura < praepositus (βλ. λ. πραιπόσιτος)] … Dictionary of Greek